- Ὀλυμπόθεν
- Ὀλυμπόθεν1 from Olympos Οὐλυμπόθεν μαινάδ' ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν (byz.: Ὀλυμπ- codd.) P. 4.214 [Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (supp. Lobel) Δ. 4. 37.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ολυμπόθεν — Ὀλυμπόθεν και ποιητ. τ. Οὐλυμπόθεν (Α) από τον Όλυμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. Σκυρό θεν)] … Dictionary of Greek
ουλυμπόθεν — οὐλυμπόθεν (Α) επίρρ. βλ. ὀλυμπόθεν … Dictionary of Greek